- κτήνεα
- κτή̱νεα , κτῆνοςflocks and herdsneut nom/voc/acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχθοφόρος — ο (Α ἀχθοφόρος, ον) ο εργάτης που μεταφέρει φορτία αρχ. φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek
επιστροβούμαι — ἐπιστροβοῡμαι, έομαι (Μ) περιφέρομαι, γυρίζω εδώ κι εκεί («ἥμερα κτήνεα... πάντῃ ἐπεστροβέοντο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροβούμαι «περιστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
θύσιμος — θύσιμος, ον (Α) [θύω (I)] 1. κατάλληλος για θυσία («θύσιμα κτήνεα», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θύσιμον το ζώο που προορίζεται για θυσία … Dictionary of Greek
κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek
ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… … Dictionary of Greek